Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ο μανάβης

См. также в других словарях:

  • μανάβης — ο, θηλ. μανάβισσα πωλητής λαχανικών και φρούτων, λαχανοπώλης, οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. manav] …   Dictionary of Greek

  • μανάβης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), αυτός που πουλά φρούτα και λαχανικά, ο οπωροπώλης: Πήρα δυο κιλά λεμόνια από το μανάβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπώλης — ο, θηλ. λαχανοπώλις και λαχανοπωλήτρια (Α λαχανοπώλης, θηλ. λαχανόπωλις και λαχανοπωλήτρια) αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)] …   Dictionary of Greek

  • μανάβικο — το [μανάβης] κατάστημα πώλησης λαχανικών και φρούτων, λαχανοπωλείο, οπωροπωλείο …   Dictionary of Greek

  • μαναβική — η [μανάβης] το επάγγελμα τού μανάβη …   Dictionary of Greek

  • οπωροπώλης — ο (ΑΜ ὀπωροπώλης, Α θηλ. ὀπωρόπωλις, ιδος) αυτός που πουλά οπώρες, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • φουρνίζω — Ν [φούρνος] 1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί 2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»